LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Commissariat
/kɒmɪsˈeəɹɪˌæt/
/kɑːmɪsˈɛɹɪˌæt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "commissariat"
Commissariat
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a stock or supply of foods
word family
commissariat
commissariat
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
commissar
commissaire maigret
commiserative
commiseration
commiserate
commissary
commission
commission on human rights
commission on narcotic drugs
commission on the status of women
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App