Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Comity
01
ευγένεια, αμοιβαίο σεβασμό
a condition of mutual respect, courtesy, and harmonious relations between people or groups
Παραδείγματα
The negotiations were conducted in a spirit of comity.
Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν με πνεύμα comity.
Comity among neighbors helps create a peaceful community.
Η ευγένεια μεταξύ γειτόνων βοηθά στη δημιουργία μιας ειρηνικής κοινότητας.



























