Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
a little
01
λίγο, ελαφρά
used to indicate a small or limited amount of something, often uncountable
Παραδείγματα
She smiled a little when she heard the news.
Χαμογέλασε λίγο όταν άκουσε τα νέα.
I'm feeling a little hungry after the walk.
Νιώθω λίγο πεινασμένος μετά το περπάτημα.
1.1
λίγο, ελαφρά
used to express a slight change, difference, or movement
Παραδείγματα
The car moved a little closer to the curb.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε λίγο πιο κοντά στο πεζοδρόμιο.
The soup needs a little more salt.
Η σούπα χρειάζεται λίγο περισσότερο αλάτι.
02
λίγο, για λίγο
used to indicate a short duration of time
Παραδείγματα
Stay here a little while I get the phone.
Μείνε εδώ λίγο ενώ πάω να πάρω το τηλέφωνο.
We walked a little before taking a break.
Περπατήσαμε λίγο πριν κάνουμε ένα διάλειμμα.
a little
Παραδείγματα
Would you like a little sugar in your coffee?
Θα θέλατε λίγη ζάχαρη στον καφέ σας;
She has a little money saved up for emergencies.
Έχει λίγα χρήματα αποταμιευμένα για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Συναφή Λέξεις



























