LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Colonized
/kˈɒlənˌaɪzd/
/ˈkɑɫəˌnaɪzd/
colonised
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "colonized"
colonized
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
inhabited by colonists
word family
colon
colon
Noun
colonize
Verb
colonized
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
colonize
colonization
colonist
colonic irrigation
colonic
colonizer
colonnade
colonnaded
colonoscope
colonoscopy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App