Colonized
volume
British pronunciation/kˈɒlənˌaɪzd/
American pronunciation/ˈkɑɫəˌnaɪzd/
colonised

Ορισμός και Σημασία του "colonized"

01

inhabited by colonists

word family

colon

colon

Noun

colonize

Verb

colonized

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store