LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Agglomeration
/ɐɡlˌɒməɹˈeɪʃən/
/əˌɡɫɑmɝˈeɪʃən/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "agglomeration"
Agglomeration
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a jumbled collection or mass
02
the act of collecting in a mass; the act of agglomerating
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
agglomerated
agglomerate
ageratum houstonianum
ageratina altissima
ageratina
agglomerative
agglomerator
agglutinate
agglutinating activity
agglutination
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App