Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
collegiate
01
πανεπιστημιακός, κολλεγιακός
relating to a college or its students
Παραδείγματα
The collegiate atmosphere on campus was vibrant and energetic.
Η πανεπιστημιακή ατμόσφαιρα στην πανεπιστημιούπολη ήταν ζωντανή και ενεργητική.
Collegiate life often involves balancing academics with social activities.
Η φοιτητική ζωή συχνά περιλαμβάνει την ισορροπία μεταξύ ακαδημαϊκών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.



























