Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Collegian
01
φοιτητής, πτυχιούχος
an individual attending or having attended a college or university
Παραδείγματα
He fondly remembered his days as a collegian when life was full of aspirations and challenges.
Θυμήθηκε με αγάπη τις μέρες του ως φοιτητής όταν η ζωή ήταν γεμάτη απόφιλοδοξίες και προκλήσεις.
Many collegians participate in internships during summer breaks to gain practical experience.
Πολλοί φοιτητές συμμετέχουν σε πρακτικές άσκησεις κατά τις καλοκαιρινές διακοπές για να αποκτήσουν πρακτική εμπειρία.



























