Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
collective noun
/kəlˈɛktɪv nˈaʊn/
/kəlˈɛktɪv nˈaʊn/
Collective noun
01
συλλογικό ουσιαστικό, ομαδικό ουσιαστικό
(grammar) a singular noun that refers to a group of things or individuals
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συλλογικό ουσιαστικό, ομαδικό ουσιαστικό