LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Coexistence
/kˌəʊɛɡzˈɪstəns/
/ˌkoʊɪɡˈzɪstəns/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "coexistence"
Coexistence
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
existing peacefully together
word family
exist
exist
Verb
existence
Noun
coexistence
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
coexist
coevals
coeval
coetaneous
coerebidae
coexistent
coexisting
coextension
coextensive
coffea
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App