LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Codified
/kˈəʊdɪfˌaɪd/
/ˈkɑdəˌfaɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "codified"
codified
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
enacted by a legislative body
word family
cod
cod
Noun
codify
Verb
codified
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
codification
codicil
codiaeum variegatum
codiaeum
codger
codify
coding
coding dna
coding system
codlin moth
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App