Codified
volume
British pronunciation/kˈə‍ʊdɪfˌa‍ɪd/
American pronunciation/ˈkɑdəˌfaɪd/

Ορισμός και Σημασία του "codified"

01

enacted by a legislative body

word family

cod

cod

Noun

codify

Verb

codified

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store