Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jailhouse lawyer
/dʒˈeɪlhaʊs lˈɔɪɚ/
/dʒˈeɪlhaʊs lˈɔɪə/
Jailhouse lawyer
01
δικηγόρος φυλακής, αυτοδίδακτος νομικός σύμβουλος στη φυλακή
an inmate who provides legal advice, often unqualified, or represents themselves in legal matters
Παραδείγματα
The jailhouse lawyer helped him file an appeal.
Ο δικηγόρος της φυλακής τον βοήθησε να υποβάλει έφεση.
She consulted the jailhouse lawyer about her case.
Συμβουλεύτηκε τον δικηγόρο της φυλακής για την υπόθεσή της.



























