Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
baity
01
προσελκυστικός, προκλητικός
designed to attract attention, provoke reactions, or entice engagement, especially online
Παραδείγματα
That tweet was so baity, I knew it would spark a hundred replies.
Αυτό το tweet ήταν τόσο προκλητικό, ήξερα ότι θα προκαλούσε εκατό απαντήσεις.
The trailer looked really baity, but the movie did n't live up to it.
Το τρέιλερ φαινόταν πραγματικά προκλητικό, αλλά η ταινία δεν ήταν στο ύψος.



























