Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dopester
01
εμπόρος ναρκωτικών, πωλητής ναρκωτικών
a person who sells drugs, often associated with street gangs
Παραδείγματα
He's known as a dopester in the neighborhood.
Είναι γνωστός ως dopester στη γειτονιά.
The police arrested several dopesters last week.
Η αστυνομία συνέλαβε αρκετούς ντοπέστερ την περασμένη εβδομάδα.



























