Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fent
01
φεντανύλη, φεντ
fentanyl, a powerful synthetic opioid, often misused recreationally and highly potent
Παραδείγματα
He was caught with a few grams of fent at the party.
Πιάστηκε με λίγα γραμμάρια φεντ στο πάρτι.
Fent is extremely strong, so users risk overdose easily.
Το fent είναι εξαιρετικά δυνατό, οπότε οι χρήστες κινδυνεύουν εύκολα από υπερβολική δόση.



























