Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hyped
01
ενθουσιασμένος, παρακινημένος
extremely excited, pumped up, or enthusiastic
Παραδείγματα
I'm hyped to start the new project.
Είμαι ενθουσιασμένος να ξεκινήσω το νέο έργο.
She's hyped for the client presentation.
Είναι hyped για την παρουσίαση στον πελάτη.



























