Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Baller
01
ένας άσσος, ένας φαινόμενος
someone who is very cool or impressive, often due to wealth, skill, or extravagance
Παραδείγματα
He's a baller with that new sports car.
Είναι ένας baller με αυτό το νέο σπορ αυτοκίνητο.
She's living like a baller after her big promotion.
Ζει σαν αστέρι μετά την μεγάλη της προαγωγή.



























