Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fetti
01
λεφτά, χρήματα
money or cash, often used in hip-hop culture to emphasize hustling or chasing wealth
Παραδείγματα
He's out there grinding, chasing fetti all day.
Είναι εκεί έξω σκίζοντας, κυνηγώντας λεφτά όλη μέρα.
She stacked enough fetti to finally move into her own place.
Συσσωρεύσει αρκετό fetti για να μετακομίσει τελικά στο δικό της μέρος.



























