Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dunzo
01
τελειωμένο, ολοκληρωμένο
finished, over, or completely done
Παραδείγματα
The project is dunzo.
Το έργο είναι dunzo.
After that marathon, I'm totally dunzo.
Μετά από αυτόν τον μαραθώνιο, είμαι εντελώς dunzo.



























