Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to can't even
01
δεν μπορώ, δεν ξέρω καν τι να πω
to be unable to express one's reaction to an overwhelming, shocking, or hilarious situation
Παραδείγματα
That twist in the finale; I ca n't even.
Αυτή η ανατροπή στο φινάλε; δεν μπορώ καν.
She showed up in that dress and I ca n't even.
Εμφανίστηκε με αυτό το φόρεμα και εγώ δεν μπορώ καν.



























