Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
derpy
01
ηλίθιος, αστείος
silly, goofy, or awkward in a funny way
Παραδείγματα
The cat made a derpy face while chasing its tail.
Η γάτα έκανε ένα ανόητο πρόσωπο ενώ κυνηγούσε την ουρά της.
His derpy dance moves had everyone laughing.
Οι αδέξιες χορευτικές του κινήσεις έκαναν όλους να γελούν.



























