Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to mald
01
θυμώνω υπερβολικά, χάνω την ψυχραιμία μου
to overreact with anger or frustration, often humorously
Παραδείγματα
He's malding after losing the game.
Αυτός τρελαίνεται από θυμό μετά την ήττα στο παιχνίδι.
Do n't mald over a minor mistake.
Μην μαλντ για ένα μικρό λάθος.



























