Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gaslighter
01
χειριστής, συναισθηματικός κακοποιητής
a person who manipulates others by denying their perception, feelings, or reality
Παραδείγματα
She realized her boss was a gaslighter after weeks of blame-shifting.
Συνειδητοποίησε ότι το αφεντικό της ήταν χειριστής μετά από εβδομάδες μετατόπισης ευθύνης.
Gaslighters often twist the truth to confuse others.
Οι gaslighters συχνά διαστρεβλώνουν την αλήθεια για να μπερδέψουν τους άλλους.



























