Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Brown noser
01
γλείφτης, κολακευτής
a person who flatters, ingratiates, or excessively tries to please a superior to gain favor
Παραδείγματα
He's a brown-noser who always agrees with the boss.
Είναι ένας γλείφτης που συμφωνεί πάντα με το αφεντικό.
Do n't be a brown noser just to get promoted.
Μην είσαι γλείφτης μόνο για να προαχθείς.



























