Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dayroom
01
προδότης, χαμαιλέοντας
someone who switches behavior or can't be trusted
Παραδείγματα
He's such a dayroom for pretending to be loyal.
Είναι ένας τέτοιος χαμαιλέοντας που προσποιείται πως είναι πιστός.
Everyone knows she's a dayroom who talks behind people's backs.
Όλοι ξέρουν ότι είναι ένας δίπολος που μιλάει πίσω από τις πλάτες των ανθρώπων.



























