Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
high-key
01
ανοιχτά, προφανώς
openly, obviously, or without trying to hide
Παραδείγματα
I'm high-key excited for the concert tonight.
Είμαι ανοιχτά ενθουσιασμένος για τη συναυλία απόψε.
She's high-key the best player on the team.
Είναι ανοιχτά η καλύτερη παίκτρια στην ομάδα.



























