Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to doodie up
01
στολίζομαι, καλλωπίζομαι
to dress up or make something look fancy
Παραδείγματα
She doodied up for the holiday party.
Εκείνη στολίστηκε για το πάρτι των διακοπών.
He doodied up his outfit with a gold watch.
Αυτός διακόσμησε τη στολή του με ένα χρυσό ρολόι.



























