Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to crash out
01
ενεργώ παρορμητικά, παίρνω μια απερίσκεπτη απόφαση
to make a reckless, impulsive, or regrettable decision, often fueled by anger or frustration
Παραδείγματα
He crashed out after losing his temper in the meeting.
Αυτός έχασε τον έλεγχο αφού έχασε την ψυχραιμία του στη συνάντηση.
She crashed out and sent the angry text she later regretted.
Εκείνη δρούσε παρορμητικά και έστειλε το θυμωμένο μήνυμα που μετά μετάνιωσε.



























