Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to r-bomb
01
R-βομβαρδίζω, R-βομβώ
to deliberately leave someone's text message on read without replying
Παραδείγματα
He R-bombed me after I confessed my feelings.
Με R-βόμβαρδε αφού ομολόγησα τα συναισθήματά μου.
She tends to R-bomb guys she's not interested in.
Τείνει να R-βομβαρδίζει άντρες που δεν την ενδιαφέρουν.



























