Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
knocked up
01
έγκυος, έγκυος
pregnant
Παραδείγματα
She got knocked up after a brief fling.
Έμεινε έγκυος μετά από μια σύντομη σχέση.
He was n't ready when she got knocked up.
Δεν ήταν έτοιμος όταν έμεινε έγκυος.



























