Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
asexy
01
asexy, ασεξουαλικός ελκυστικός
describing someone who is asexual but still considered attractive or appealing
Παραδείγματα
That asexy vibe was impossible to ignore at the party.
Αυτή η asexy ατμόσφαιρα ήταν αδύνατο να αγνοηθεί στο πάρτι.
Everyone admired their asexy confidence.
Όλοι θαύμαζαν την ασεξουαλική τους αυτοπεποίθηση.



























