Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cishet
01
ένας cishet, ένα cishet άτομο
a person who is both cisgender and heterosexual or heteroromantic
Παραδείγματα
That cishet just posted about their weekend date.
Αυτός ο cishet μόλις δημοσίευσε για το ραντεβού του το σαββατοκύριακο.
That cishet just posted about their weekend date.
Αυτός ο cishet μόλις δημοσίευσε για το ραντεβού του το σαββατοκύριακο.



























