Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Momager
01
μητέρα-διαχειρίστρια, μαμά-διαχειρίστρια
a mother who manages her child's career, often in entertainment or sports
Παραδείγματα
That momager negotiated her daughter's first record deal.
Αυτή η momager διαπραγματεύτηκε την πρώτη συμφωνία ηχογράφησης της κόρης της.
Everyone knew she was a momager because she handled all her son's contracts.
Όλοι ήξεραν ότι ήταν momager επειδή χειριζόταν όλα τα συμβόλαια του γιου της.



























