Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tradwife
01
τράντγουαιφ, παραδοσιακή σύζυγος
a woman who embraces traditional gender roles, often valuing homemaking, submission, and family care over career
Παραδείγματα
That tradwife loves cooking big meals and staying home with her kids.
Αυτή η tradwife λατρεύει να μαγειρεύει μεγάλα γεύματα και να μένει σπίτι με τα παιδιά της.
Everyone online debates whether being a tradwife is empowering or limiting.
Tradwife είναι ένας όρος που αναφέρεται σε μια γυναίκα που υιοθετεί παραδοσιακούς ρόλους φύλου, συχνά προτιμώντας τις οικιακές εργασίες, την υποταγή και τη φροντίδα της οικογένειας έναντι της καριέρας.



























