LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cobbling
/kˈɒblɪŋ/
/kˈɑːblɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cobbling"
Cobbling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the shoemaker's trade
word family
cobble
cobble
Verb
cobbling
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cobblestone
cobblers
cobbler's wife is the worst shod
cobbler's last
cobbler
cobitidae
cobnut
cobol
cobra
cobweb
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App