LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cobble
/kˈɒbəl/
/ˈkɑbəɫ/
Noun (1)
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "cobble"
Cobble
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
κροκάλα
rectangular paving stone with curved top; once used to make roads
cobblestone
sett
to cobble
ΡΉΜΑ
01
λιθοστρώνω
repair or mend
02
λιθοστρώνω
pave with cobblestones
cobblestone
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App