Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lengths
01
ακραίες ενέργειες, μεγάλα μήκη
extreme actions taken to achieve something
Παραδείγματα
She went to great lengths to finish the project on time
Έκανε μεγάλες προσπάθειες για να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.
They took lengths to ensure the safety of the guests
Πήραν ακραία μέτρα για να διασφαλίσουν την ασφάλεια των επισκεπτών.



























