Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
labor migration
/lˈeɪbɚ maɪɡɹˈeɪʃən/
/lˈeɪbə maɪɡɹˈeɪʃən/
Labor migration
01
μετανάστευση εργατικού δυναμικού, εργατική μετανάστευση
the movement of people from one area or country to another for the purpose of finding work
Παραδείγματα
Labor migration from rural to urban areas has increased.
Η μετανάστευση εργατικού δυναμικού από αγροτικές σε αστικές περιοχές έχει αυξηθεί.
The economy relies heavily on labor migration from abroad.
Η οικονομία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μετανάστευση εργατικού δυναμικού από το εξωτερικό.



























