Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to hand-raise
01
μεγαλώνω με το χέρι, ταΐζω με το χέρι
(of a person) to feed and care for a baby animal from birth instead of letting its mother do it
Παραδείγματα
They are hand-raising the cubs to help them survive.
Τρέφουν με το χέρι τα μικρά για να τα βοηθήσουν να επιβιώσουν.
The rescued piglets were hand-raised by volunteers.
Τα γουρουνάκια που διασώθηκαν ανατράφηκαν με το χέρι από εθελοντές.



























