Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hand crank
01
μανιβέλα, χειροκίνητη μανιβέλα
a handle that is turned by hand to operate a machine or device
Παραδείγματα
The old car had a hand crank to start the engine.
Το παλιό αυτοκίνητο είχε ένα χειροκίνητο μανιβέλα για να ξεκινήσει η μηχανή.
He used a hand crank to open the window.
Χρησιμοποίησε ένα χειροκίνητο μανιβέλα για να ανοίξει το παράθυρο.



























