LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Coarsened
/kˈɔːsənd/
/kˈoːɹsənd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "coarsened"
coarsened
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
made coarse or crude by lack of skill
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
coarsen
coarsely
coarse-textured
coarse-haired
coarse-grained
coarseness
coarticulation
coast
coast along
coast boykinia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App