Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Clothing store
01
κατάστημα ρούχων, μπουτίκ ρούχων
a store where clothing items, such as shirts, pants, dresses, and accessories, are sold to customers
Dialect
American
Παραδείγματα
She bought a jacket from the clothing store near her house.
Αγόρασε ένα σακάκι από το κατάστημα ρούχων κοντά στο σπίτι της.
The clothing store had a sale on summer dresses.
Το κατάστημα ρούχων είχε έκπτωση σε καλοκαιρινά φορέματα.



























