LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Clew
/klˈuː/
/klˈuː/
Noun (2)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "clew"
Clew
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
evidence that helps to solve a problem
02
a ball of yarn or cord or thread
to clew
ΡΉΜΑ
01
roll into a ball
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
clevis
cleverness
cleverly
clever dick
clever clogs
clews
clianthus
clianthus puniceus
cliche
cliched
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App