LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Clean-limbed
/klˈiːnlˈɪmd/
/klˈiːnlˈɪmd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "clean-limbed"
clean-limbed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having well-proportioned limbs
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
clean-handed
clean-cut
clean-burning
clean up after
clean up act
clean-living
clean-shaven
cleanable
cleaner
cleaner's
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App