LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Clawback
/klˈɔːbak/
/klˈɔːbæk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "clawback"
Clawback
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
finding a way to take money back from people that they were given in another way
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
claw way
claw me and i will claw thee
claw machine
claw hatchet
claw hammer
clawed
claxon
clay
clay court
clay pigeon
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App