LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Afoul
/ɐfˈaʊl/
/əˈfaʊɫ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "afoul"
afoul
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
especially of a ship's lines etc
word family
afoul
afoul
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
aforethought
aforesaid
aforementioned
afoot
afocal photography
afp
afraid
afraid of own shadow
aframomum
aframomum melegueta
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App