LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Clapperclaw
/klˈapəklˌɔː/
/klˈæpɚklˌɔː/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "clapperclaw"
to clapperclaw
ΡΉΜΑ
01
use foul or abusive language towards
02
claw with the nails
word family
clapperclaw
clapperclaw
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
clapperboard
clapper valve
clapper loader
clapper bridge
clapper
clappers
clapping
clapping game
claptrap
claque
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App