Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to clamp down on
/klˈæmp dˌaʊn ˈɑːn/
/klˈamp dˌaʊn ˈɒn/
to clamp down on
[phrase form: clamp]
01
καταστέλλω, αυστηροποιώ τους ελέγχους
to take strict measures to control or suppress something, often via enforcing rules or regulations
Παραδείγματα
The government decided to clamp down on illegal immigration by increasing border security.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να καταστείλει τη παράνομη μετανάστευση αυξάνοντας την ασφάλεια στα σύνορα.
The school administration had to clamp down on cheating during exams to maintain academic integrity.
Η διοίκηση του σχολείου έπρεπε να επιβάλει αυστηρά μέτρα κατά της απάτης κατά τις εξετάσεις για να διατηρήσει την ακαδημαϊκή ακεραιότητα.



























