Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Circumvention
01
παρακάμψη, αποφυγή
the act of evading something by going around it, especially in a clever or illegal way
Λεξικό Δέντρο
circumvention
circumvent
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παρακάμψη, αποφυγή
Λεξικό Δέντρο