Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cilantro
01
κολίαντρο, κινέζικο μαϊντανό
a leafy herb that has a strong and slightly sour taste
Παραδείγματα
She added fresh cilantro to the salad.
Πρόσθεσε φρέσκο κόλιαντρο στη σαλάτα.
He chopped cilantro for the salsa.
Έκοψε κόλιανδρο για τη σάλσα.



























