Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
choreographic
01
χορογραφικός
related to the art or technique of creating dance sequences or movements
Παραδείγματα
The performance left the audience in awe of the choreographic brilliance of the choreographer's vision.
Η παράσταση άφησε το κοινό σε δέος μπροστά στη χορογραφική λαμπρότητα του οράματος του χορογράφου.
The contemporary dance piece challenged the dancers to push their artistic boundaries due to its choreographic complexity.
Το σύγχρονο χορευτικό κομμάτι προκάλεσε τους χορευτές να ωθήσουν τα καλλιτεχνικά τους όρια λόγω της χορογραφικής πολυπλοκότητάς του.
Λεξικό Δέντρο
choreographic
choreography



























